Σκηνοθετώντας το 1821

Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Σκηνοθέτις

Η επέτειος των 200 χρόνων της ίδρυσης του ελληνικού κράτους είναι γεγονός και η προσοχή όλων –παραγόντων, φορέων αλλά και καλλιτεχνών– είναι στραμμένη στους εορτασμούς που θα άρμοζαν στην περίσταση. Έτσι, οι δημιουργοί των παραστατικών τεχνών βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, παρόντες σε αυτό το κάλεσμα.

Ο εορτασμός των 200 χρόνων της ίδρυσης του ελληνικού κράτους παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, αντιφάσεις, αντιθέσεις. Περιέχει αλήθειες αλλά και αστικούς μύθους ή ζωτικά ψεύδη, απαραίτητα πιθανόν για την ισχυροποίηση των δεσμών ενός έθνους. Μια θεατρική παράσταση για το 1821, σε κάθε περίπτωση, καλείται να διαχειριστεί και να αναμετρηθεί με αυτές τις διαφορετικές εκδοχές και προκαταλήψεις.

Η πρώτη επαφή μου με το θέμα με πηγαίνει αρκετά χρόνια πίσω, στο 2014, όταν σκηνοθέτησα την παράσταση «Έξοδος», μια σπονδυλωτή σκηνική σύνθεση, η οποία αποτελούνταν από αφηγηματικά κείμενα και μονολόγους γνωστών ηρωίδων του 1821. Παρόλο που το δραματουργικό κέντρο έρευνας τότε αφορούσε στην άγνωστη δράση και συμβολή των γυναικών στον ένοπλο αγώνα της ελληνικής επανάστασης, ωστόσο το ενδιαφέρον μου ήταν η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, η αναζήτηση ξεχασμένων αξιών, ηθών, ευθυνών, συλλογικών και ατομικών συμπεριφορών, που δημιουργικά ξεσκονίζουν το ερώτημα: «Τι είναι η πατρίδα μας;»

Έτσι, φτάνοντας στο 2021, βρέθηκα για μια ακόμα φορά αντιμέτωπη με τα διλήμματα που γεννά μια εθνική επέτειος, μέσω τριών σκηνικών πραγματώσεων. Πρόκειται για το «Μία χώρα δύο αιώνες μετά» του Α. Φλουράκη, το «Ένδοξη ένδεια» του Π. Μέντη και ένα ακόμα μουσικοθεατρικό αφιέρωμα για την επανάσταση, το «Επανάσταση-Ανάσταση», το οποίο περιλάμβανε μια ανθολόγηση σημαντικών κειμένων-λόγων σπουδαίων αγωνιστών του 1821.

Στο σημείωμά μου για την παράσταση «Μια χώρα δυο αιώνες μετά» σημειώνω: «Στην προσπάθεια να καταλάβουμε τι σημαίνουν αυτά τα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους, θα χρησιμοποιήσουμε υλικά αυτής της διαδρομής: θα σχολιάσουμε περιστατικά, θα διανύσουμε εποχές, θα μνημονεύσουμε πρόσωπα και στιγμές, θα συλλογιστούμε το σήμερα και θα οραματιστούμε το αύριο…». Κεντρικός άξονας στη βασική μου ιδεολογική αναζήτηση είναι η προσπάθεια κατανόησης των στοιχείων εκείνων, που έχουν παγιωθεί διακόσια χρόνια τώρα και έχουν διαμορφώσει τις συνειδήσεις κατοίκων αυτού του τόπου. Έτσι, η υπόθεση του έργου του Α. Φλουράκη επικεντρώνεται στην ταυτοποίηση μιας γιορτής για τα διακόσια χρόνια, πραγματικής και σκηνικής, κατά τη διάρκεια της οποίας και λίγο πριν την έναρξή της μια ομάδα θεατών ανεβαίνουν στη σκηνή να διαμαρτυρηθούν για την ακύρωσή της, ενώ σταδιακά μετατρέπονται οι ίδιοι σε διασκεδαστές και ηθοποιοί της εκδήλωσης. Διαφωνούν για θέματα της επικαιρότητας, τσακώνονται, τα βρίσκουν, τραγουδούν, παίζουν παιχνίδια, εξομολογούνται, χορεύουν, στο τέλος όμως όλοι μαζί γιορτάζουν….

Μια ξεκάθαρη προσπάθεια εύρεσης συμβιβαστικής λύσης είναι φανερή στο έργο, ώστε οι θεατές-ηθοποιοί να φύγουν ξαλαφρωμένοι, χαρούμενοι και δικαιωμένοι από τη γιορτή. Και μολονότι πολύ γρήγορα αποκτούν οικειότητα μεταξύ τους, ώστε να εξομολογηθούν ο ένας στον άλλο μια προσωπική τους επαναστατική πράξη, η διάθεση εκμυστήρευσης και αυτοκριτικής γρήγορα εξαντλείται. Άλλωστε βρίσκονται στη σκηνή του θεάτρου για να διασκεδάσουν.

Το θεατρικό έργο του Φλουράκη, ακροβατώντας στα όρια της επιθεώρησης, περιέχει σαφείς υπαινιγμούς μιας χώρας μπερδεμένης, μιας χώρας που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ πράξεων ανδρείας, ηρωισμού αλλά και πράξεων ατομικού ωφελιμισμού, καιροσκοπισμού, επιπολαιότητας και προσωπικών εγωισμών. Και παρόλο που οι ήρωες - απλοί άνθρωποι καμώνονται πως θέλουν να ακούσουν την άποψη του άλλου, παρόλο που καμώνονται πως θέλουν να καταλάβουν και να βρουν την αλήθεια, στην πραγματικότητα αδυνατούν να διαφοροποιηθούν από την προσωπική τους εμμονή ότι έχουν δίκιο και δεν συνδιαλέγονται πραγματικά, αλλά μονολογούν. Χαμένοι μέσα σε ισχυρά αφηγήματα διαφόρων θεωριών και αντιλήψεων γίνονται έρμαια μιας διαστρεβλωμένης επικρατούσας ελληνικής αντίληψης περί αυθεντιών, που δεν αμφισβητείται εύκολα ή που αμφισβητείται άκριτα από όλους και για όλα. Έτσι, μην μπορώντας δημιουργικά να γονιμοποιήσουν απόψεις και να γκρεμίσουν στερεότυπα, γεμάτοι περηφάνια, προσωπική και εθνική, επιστρέφουν στη δική τους κανονικότητα, του «αφού δεν μπορούμε να βρούμε λύσεις και να αλλάξουμε κάτι, ας κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά, ας γλεντήσουμε μαζί με τον πατροπαράδοτο ελληνικό τρόπο». Ο συγγραφέας υψώνει τον καθρέφτη στην ελληνική κοινωνία, όχι για να τη διδάξει, αλλά για να την κάνει να δει και να προτρέψει τους πολίτες να μπουν σε διάλογο. Η κουβέντα για το παρελθόν μας πρέπει να ανοίξει χωρίς στεγανά και ιδεοληψίες.

Στο έργο του Φλουράκη τίθεται εξ αρχής το θέμα του παραμυθιού, η ανάγκη δηλαδή να βρεθεί ένα συλλογικό, επαρκές αφήγημα, που θα μπορέσει να ενώσει, να δώσει ελπίδα και να προσανατολίσει προς κάτι κοινό: έναν στόχο για να πάμε παρακάτω ως λαός. Όσο όμως κι αν προσπαθούν οι χαρακτήρες να βρουν και να προτείνουν κάποιο παραμύθι, τίποτα δεν μοιάζει αρκετά πιστευτό ώστε να υιοθετηθεί από την ομήγυρη. Κατά τον συγγραφέα, η αποτυχία προηγούμενων ονείρων-στόχων και η ψευδαίσθηση επιτυχημένων πολιτικών χειρισμών (η μεγάλη ιδέα και η οικονομική καταστροφή του 2010 χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα) οδηγούν στην αμφισβήτηση θεσμών, ιδεολογιών και τελικά στην αμφισβήτηση των ίδιων των ηγετών του κράτους. Και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ένα εύθραυστο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, που οδηγεί στην κρίση της ελληνικής ταυτότητας. Όσο και αν οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να φτιάξουν οι ίδιοι ένα ωραίο παραμύθι που θα τους ενώσει, αντί αυτού ένα ασφυκτικό αδιέξοδο, χωρίς απαντήσεις, τους ζώνει. Τελικά, πόσο επικίνδυνο είναι το να ομονοεί ένα έθνος άκριτα και απαίδευτα, γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο;

 

Και το Σωτήριον έτος 2021 είναι εδώ αδηφάγο και αποζητά τον εορτασμό του.

Το δεύτερο θεατρικό έργο είναι το «Ένδοξη Ένδεια» του Π. Μέντη, που ανέβηκε με τη μορφή θεατρικού αναλογίου, επιλεγμένο στον διαγωνισμό του Διεθνούς Φεστιβάλ Αναλογίου «200 χρόνια επανάσταση, ξαναγράφοντας τους αρχαίους μύθους». Το έργο αυτό είναι περισσότερο επικεντρωμένο σε γεγονότα της εποχής και στο ιστορικό πρόσωπο της Μαντώς Μαυρογένους.

Στην «Ένδοξη ένδεια» η Μαντώ, την οποία συναντάμε σε μεγαλύτερη ηλικία και σε κατάσταση μεγάλης ψυχικής έντασης, ετοιμάζεται να μετακομίσει στο σπίτι του ξαδέρφου της, μαζεύοντας τα τελευταία της υπάρχοντα. Με αφορμή αυτή την τελευταία μετακόμιση, καθώς και το πακετάρισμα των εναπομεινάντων αγαπημένων της αντικειμένων, ξετυλίγει το νήμα της ζωής της, μέσα από την μπερδεμένη πλέον μνήμη της, η οποία έχει έναν μόνο πρωταγωνιστή: τον Δημήτριο Υψηλάντη. Τον Δ. Υψηλάντη, που την άφησε ξαφνικά χωρίς εξηγήσεις, οδηγώντας την σε απομόνωση και απελπισία. Παράλληλα με την εγκατάλειψη του Υψηλάντη, την εγκαταλείπει και η πολιτεία, αφήνοντάς την χωρίς καθόλου χρήματα.

Η Ελλάδα, μια χώρα για την οποία η Μαντώ Μαυρογένους είχε δώσει τα πάντα –την περιουσία της, τα νιάτα της, τον χρόνο της–, την πετά στον κάλαθο των αχρήστων, αφού την έχει πρώτα χρησιμοποιήσει, επιτείνοντας την ψυχική της διαταραχή.

Παρόλο που η θεματολογία του έργου στρέφεται γύρω από το πρόσωπο της Μαντώς και της σχέσης της με τον Υψηλάντη, ωστόσο, μέσα σε αυτό το φλεγόμενο περιβάλλον της ελληνικής επανάστασης, τίθενται ενδελεχώς βασικά ζητήματα αλήθειας, ελευθερίας και κυρίως δικαιοσύνης, προοιωνίζοντας όμως δυσάρεστες προοπτικές για το μέλλον του τόπου. Σύμφωνα με τον κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα, «Η αναξιοκρατία, η οικογενειοκρατία, η μετριοκρατία αποτελούν απότοκους ενός μεσαιωνικού φεουδαρχικού τρόπου, οθωμανικού τύπου…» Αλλά και η αδικία, η προδοσία, η συκοφαντία, η πονηριά, θα προσθέσω, είναι χαρακτηριστικά βαθιά ριζωμένα σε παλιές και σύγχρονες εθνικές συμπεριφορές. Εκτός από εκείνης της Μαντώς. Εκείνη είναι διαφορετική. Αναζητά με πάθος την αλήθεια, την εξιλέωση, τη δικαιοσύνη. Υιοθετώντας τις αρχές του Διαφωτισμού, πιστεύει στα δικαιώματα του ανθρώπου, στην αυτοδιάθεση, στην ηθική, στο «όλα στο φως». Θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την αξιοπρέπειά της, προκειμένου να βγει στο φως η αλήθεια. Πόσο σπουδαίο παράδειγμα για μίμηση σήμερα;

Σε συνέντευξή μου ανέφερα: «Με αφορά πολύ ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Ίσως από εκεί να ξεκινούν όλα. Με προβληματίζει και με βασανίζει πολύ ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα και δυστυχώς νιώθω πιο απαισιόδοξη από ό,τι στο παρελθόν. Πιάνοντας το νήμα της Ιστορίας της Ελλάδας, με απασχολεί έντονα το πώς έχουμε φτάσει εδώ σήμερα. Με απασχολεί το ότι υπάρχουν πολλά κακώς κείμενα που τα βλέπω να αναπαράγονται και να μη διορθώνονται, αλλά αντιθέτως να διογκώνονται».

Έτσι, μέσω δύο διαφορετικών υφολογικά και θεματικά έργων, ξύνοντας εμμονικά την ίδια πληγή, το προσωπικό μου ιδεολογικό διακύβευμα είναι κοινό: η αναζήτηση της ταυτότητας του σύγχρονου έλληνα. Μέσα από τη σκηνοθεσία των δύο αυτών έργων, επιθυμώ να ανασκάψω και να ανασύρω από την παράδοση εκείνα τα «αρχαιολογικά» πνευματικά και ηθικά ευρήματα της καθημερινής ζωής ενός λαού που έζησε αμφιλεγόμενα. Και να προσπαθήσω να διαχωρίσω τα στοιχεία, δίνοντας χώρο στη συντήρηση της καθαρότητας του ονείρου. Το όνειρο που, κατά τον Α. Φλουράκη, ταυτίζεται με το παραμύθι που κάνει έναν λαό να αγωνίζεται για τα ίδια ιδανικά και αξίες. Το όνειρο που, κατά τον Μέντη, είναι η διατήρηση, πάση θυσία, της ηθικής ακεραιότητας. Το όνειρο που, κατά τους μεγάλους αγωνιστές, κατακτάται μόνο μέσα από την επανάσταση.

Η επέτειος των διακοσίων χρόνων είναι εδώ και απαιτεί τον εορτασμό της, όπως κάθε άλλη επέτειος. Και εμείς θα καλούμαστε κάθε φορά να τη θυμόμαστε και να τη γιορτάζουμε. Με ποιο τρόπο θα γίνεται αυτό εξαρτάται κάθε φορά από τον βαθμό ωριμότητας και ετοιμότητας που έχει φτάσει η κοινωνία. Και η τέχνη, αποκρυσταλλώνοντας την πραγματικότητα, οφείλει να γίνεται πάντα το κάτοπτρό της.