Πέντε σκηνοθέτες μιλούν για την σκηνική γραφή της Επανάστασης

Από το 1821 έως το 2021
Πέντε σκηνοθέτες μιλούν για τη σκηνική γραφή της Επανάστασης 
Άντζελα Μπρούσκου - Κερασία Σαμαρά
Θανάσης Σαράντος - Δημήτρης Τάρλοου
Χριστόφορος Χριστοφής

Διακόσια χρόνια ιστορίας και τέχνης μάς χωρίζουν από το κομβικό ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που είχε ως αποτέλεσμα λίγα χρόνια αργότερα την Εθνική Ανεξαρτησία (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, 1832). Από την Ανατολή έως τη Δύση, η ελληνική επανάσταση ενέπνευσε τους καλλιτέχνες και τους λόγιους της εποχής, χαρίζοντάς μας ορισμένα από τα σημαντικότερα δείγματα της δημιουργίας τους: ο φημισμένος πίνακας του Ντελακρουά που απεικονίζει τη σφαγή της Χίου, ο «Θούριος» του Ρήγα Φεραίου, η ποίηση του Φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα, τα έργα του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου και τόσων άλλων πνευματικών ανθρώπων που εμπνεύστηκαν από την επανάσταση ενός τόσο μικρού λαού ενάντια σε μια υπερδύναμη. Μπορεί το 2021 να χαρακτηρίζεται και ως η χρονιά της «Φουστανέλας» λόγω αυτής της εθνικής επετείου, αλλά κανείς δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός της σημασίας της ιστορικής μνήμης, που καταγράφεται μέσω των αφηγήσεων κάθε είδους, που μεταλαμπαδεύονται στις επόμενες γενιές. Σημαντικός «μάρτυρας» αυτής της αφήγησης φέτος ήταν και ο καλλιτεχνικός κόσμος και στην προκειμένη περίπτωση ο κόσμος του θεάτρου, που άλλοτε παρουσίασε έργα κρατώντας την παραδοσιακή ενδυμασία και άλλοτε με πιο σύγχρονη οπτική.

Πέντε σκηνοθέτες. Πέντε έργα που αντλούν τα θέματά τους από την ελληνική επανάσταση. Καθένα με μία διαφορετική οπτική. Ποια ήταν η σκηνοθετική προσέγγιση αυτών των σκηνοθετών και τι τους ενέπνευσε;

 

«Η Γυναίκα της Ζάκυθος»

του Διονυσίου Σολωμού,

σε σκηνοθεσία

Άντζελας Μπρούσκου

 

«Η Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονύσιου Σολωμού, που σκηνοθέτησε η Άντζελα Μπρούσκου και παρουσιάστηκε αρχικά σε μια online απόδοσή της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και μετέπειτα τον Οκτώβριο του 2021 για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο Μπάγκειον, αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της νεοελληνικής γραμματείας.

Στην παράσταση, τρεις γυναίκες –η Άντζελα Μπρούσκου, η Παρθενόπη Μπουζούρη και η Δανάη Κατσαμένη–, έγκλειστες σ’ ένα ασφυκτικό πατριαρχικό περιβάλλον, αφηγήθηκαν το πυρακτωμένο κείμενο του Διονύσιου Σολωμού, γραμμένο στον απόηχο της πτώσης του Μεσολογγίου.

Έργο αιρετικό και αλληγορικό, η «Γυναίκα της Ζάκυθος» τοποθετείται στο κέντρο μιας βίαιης πραγματικότητας που συνδιαλέγεται με το παρελθόν και το μέλλον της Ιστορίας. Σε αυτό το σύμπαν της σύγχρονης Κόλασης, που αποτυπώθηκε σκηνικά σ’ ένα ηχητικό και εικαστικό περιβάλλον σαν ένα σύγχρονο χορικό, το σώμα της Γυναίκας στοιχειώνεται μέσα από μια γεωγραφία εικόνων, που συνθέτουν το προσωπείο της γυναίκας-δαίμονα μέσα στους αιώνες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη σκηνοθετική ματιά της Άντζελας Μπρούσκου έχει ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθέτις προσεγγίζει την αινιγματική μορφή της Γυναίκας της Ζακύθου.

«Πώς πάει το έθνος; Πώς πάνε οι δουλειές; Έχεις δει να μαδάνε την κότα κι ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος», αναρωτιέται και απαντά ο ποιητής. Όπως αναφέρει η σκηνοθέτις, «Μήπως έχουμε να κάνουμε και μ’ έναν προφητικό λόγο του ίδιου του Σολωμού και την αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας που τη μοίρα της διαπραγματεύονταν οι βασιλιάδες της Ευρώπης; Η Γυναίκα της Ζάκυθος ανάμεσα σε ουρανό και γη, φως και σκοτάδι, μοιάζει μ’ ένα σκοτεινό παραμύθι όπου ο χρόνος και ο χώρος συλλαμβάνονται όπως στον εφιάλτη του ονείρου. Με σκηνικό το ηρωικό Μεσολόγγι και την κοινωνία της Ζακύνθου να παρακολουθεί από τα παράλια τον απελπισμένο αγώνα των πολιορκημένων, αναδύεται η απωθητική και τερατώδης μορφή της πλούσιας αριστοκράτισσας, της Γυναίκας. Ο αφηγητής και παρατηρητής του έργου Διονύσιος Ιερομόναχος γίνεται ο επίγειος κριτής της, καθώς επικαλείται έναν τιμωρό θεό που θα αποδώσει δικαιοσύνη για τις αμαρτίες της. Μέσα από τα μάτια του χαρακτηρίζεται ως Έχθρισσα του Έθνους και ταυτίζεται με την έννοια του απόλυτου κακού. Ανοίγοντας ένα διάλογο με το ημιτελές κείμενο του Σολωμού, δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπόψη την πολιτικοκοινωνική συνθήκη της εποχής, όπως και την εχθρική στάση προς την Επανάσταση του ’21 στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Ο κρυπτικός λόγος του Σολωμού κάνει την αινιγματική μορφή ‘‘Γυναίκα της Ζάκυθος’’ να χαθεί μέσα σε μία αχλή μυστηρίου. Ίσως πάντα θα παραμένει αινιγματική, όσο την κρίνουμε μακριά από τον ιστορικό της περίγυρο».

 

«Ναπολεοντία»

του Ανδρέα Στάικου,

σε σκηνοθεσία Κερασίας Σαμαρά

 

Η κομψότητα της γλώσσας της εποχής αλλά και η ελληνικότητά της είναι τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που ενέπνευσαν την Κερασία Σαμαρά να ανεβάσει με επιτυχία τη «Ναπολεοντία» του σπουδαίου νεοέλληνα συγγραφέα και μεταφραστή Ανδρέα Στάικου, με τους Κερασία Σαμαρά, Μιχάλη Μαρκάτη, Βίκυ Μαραγκάκη, Ιζαμπέλλα Φούλοπ και Χάρη Γρηγορόπουλο. Η παράσταση παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2021 στο θέατρο «Αλεξάνδρεια» και σε επιλεγμένους σταθμούς στη χώρα. Η «Ναπολεοντία» είναι μία κομψή, ψευδοϊστορική κωμωδία. Εξελίσσεται στη μετεπαναστατική Ελλάδα, συγκεκριμένα το 1833, την ημέρα έλευσης του Όθωνα, στο Ναύπλιο. Εμπνευσμένη από κάποιο απαρατήρητο καταγεγραμμένο συμβάν, τον ξυλοδαρμό ενός αγωνιστή του ’21 επειδή δεν μπορούσε να χορέψει βαλς, αποτελεί ένα επίκαιρο σχόλιο για την αιώνια ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, που ανέκαθεν βασανίζονταν και ευλογούνταν από τη διελκυστίνδα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. «Στη ‘‘Ναπολεοντία’’, η εποχή ορίστηκε κατά πολύ μεγάλο μέρος –ίσως και εξ ολοκλήρου– από τη γλώσσα. Ο συγγραφέας, μέσα από το χαρακτηριστικό γλωσσικό του παιχνίδι, σχολιάζει τον ραγιαδισμό, τον βίαιο εξευρωπαϊσμό και την ξενομανία και, χρησιμοποιώντας ως όχημα την Ιστορία, στηλιτεύει τα διαχρονικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας και την ιδιοσυγκρασία του Νεοέλληνα. Τροφή για πολιτική σκέψη, μια χαραμάδα από σημερινό φως στο άγνωστο παρελθόν της χώρας, όπου οι δύο αταίριαστοι κόσμοι ομογενοποιούνται ακόμη και “διά ροπάλου”. Ο κοινωνικός ιστός των αγωνιστών Ελλήνων αλλοιώνεται, οι αληθινοί αγωνιστές γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και χλεύης και οι άδολοι και αγνοί αγώνες τους καθώς και οι καρποί τους παραδίδονται σε χέρια αμήχανα και δουλικά. Σκηνοθετικά προσπάθησα να προσεγγίσω τους ήρωες μέσα από την εποχή τους, μελετώντας την κινησιολογία και τις σχέσεις τους, τις οποίες τις τόνισα. Υιοθέτησα επίσης το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα. Πηγή της έμπνευσής μου ήταν η κομψότητα που εξέπεμπε η γλώσσα και η αγάπη μου και την εποχή αυτή, με όλη την ελληνικότητα. Ο τρόπος που ανατράφηκα ήταν ιδίως αυτός που με βοήθησε να προσεγγίσω την εποχή του 19ου αιώνα ως μία συγγενική εποχή αλλά όχι οικεία. Σήμερα, μετά από διακόσια χρόνια εθνικού βίου, η χώρα μας, απαρνούμενη τη δήθεν οικειότητα με την Ιστορία της, καλείται να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό της, τις γυμνές αλήθειες της, ώστε να κρίνουμε πια με καθαρή ματιά τη σύγχρονη πραγματικότητά μας», σχολιάζει η Κερασία Σαμαρά.

 

«Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη», σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Θανάση Σαράντου

 

Τα «Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη» είναι μία παράσταση που δεν ανέβηκε με αφορμή την επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας, αλλά συμπληρώνει επτά χρόνια επιτυχούς παρουσίας στα θεατρικά δρώμενα. Ο ιδρυτής της εταιρείας θεάτρου «Ηθικόν Ακμαιότατον», σκηνοθέτης και ηθοποιός Θανάσης Σαράντος, αντιλήφθηκε από πολύ νωρίς τη θεατρικότητα, την αμεσότητα αλλά και τη διαχρονικότητα του λόγου του Μακρυγιάννη και διασκεύασε τα απομνημονεύματά του, δημιουργώντας μία παράσταση υψηλής αισθητικής. Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του δεν είναι απλά διδακτικός, αλλά με την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων συνδιαλέγεται με κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως ταυτότητας, φύλου και ηλικίας που θέλει να ακούσει την αλήθεια του. Τα ελάχιστα σκηνικά και η μουσική συνοδεία της Σύλβιας Κουτρούλη (νέι, ταμπουρά, λαούτο) μεταφέρουν τους θεατές στο κλίμα της περιόδου, κάνοντάς τους τρόπον τινά «μάρτυρες» των γεγονότων. «Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα της επανάστασης, υπήρξε για εμένα μία προσωπικότητα ελπίδας, αλλά πρωτίστως σεβασμού για τους αγώνες όλων εκείνων που πολέμησαν για μια πατρίδα ανεξάρτητη κι ελεύθερη, χωρίς ενδοιασμό και με μόνο αίτημα την ενότητα ενός λαού που βρισκόταν για τετρακόσια χρόνια στον τουρκικό ζυγό. Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο είναι ο απλός, γήινος και κοφτερός λόγος του Μακρυγιάννη, που αναμετριέται με την αλήθεια, που με έναν τρόπο δηκτικό εκφράζει τη γνήσια φωνή ενός λαού. Συγκινούμαι κάθε φορά που παρουσιάζω αυτή την παράσταση και τη διασκευή της από το πολύ μεγάλο έργο του Μακρυγιάννη, που έπρεπε να συμπυκνωθεί εν είδει χρονολογίου σε κάποια επεισόδια, που αποτύπωναν τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε ο ίδιος τα γεγονότα που έζησε και πολέμησε. Φυσικά, πρόκειται για την υποκειμενική γνώση ενός ανθρώπου, που μπορεί να περιέχει και ψήγματα πικρίας για κάποιους ανθρώπους που τον ταλαιπώρησαν. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μακρυγιάννης ήταν ένας άνθρωπος που τραυματίστηκε στις μάχες που έδωσε. Έμεινε με πέντε πληγές που τον ακολούθησαν μέχρι και τα γεράματά του! Ο ίδιος, χωρίς να ξέρει γράμματα, θέλησε να μάθει μόνο και μόνο για να αποτυπώσει σε χαρτιά –που όπως λένε έκρυψε σε έναν τενεκέ, που ανακάλυψε ο Βλαχογιάννης– την αλήθεια και τις αιτίες για τις οποίες κατασπαράζονται οι Έλληνες εδώ και αιώνες, πράγμα που έχει να κάνει με τις έριδες, το προσωπικό συμφέρον και τον εγωισμό των ανθρώπων που καταφέρνουν και μοιράζουν τον λαό. Αυτό το πατριωτικό αίσθημα εκλείπει στις μέρες μας. Έχει γίνει καχύποπτο από κάποιους το να λες ‘‘Μου αρέσει η πατρίδα μου. Αγαπώ την πατρίδα μου. Μπορεί και να θυσιαστώ για την πατρίδα μου’’. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι μόνο μία γραφική ματιά ενός πατριώτη. Βρήκα μεγάλη γνησιότητα στον λόγο του, ο οποίος προσφέρεται για μια θεατρική μορφή. Είναι ποιητικός και κυρίως πολύ άμεσος στον κόσμο, που μέσω των απομνημονευμάτων του άκουσε την άποψη του Στρατηγού Μακρυγιάννη γι’ αυτό που ονομάζουμε ‘‘πατρίδα’’. Η παράσταση ξεκίνησε το 2014, με αφορμή την επέτειο από τον θάνατό του, στο Κροκύλειο Φωκίδος, τον τόπο γέννησης του Μακρυγιάννη και πραγματοποίησε την Αθηναϊκή της πρεμιέρα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Έκτοτε συνεχίζει να παρουσιάζεται μέχρι σήμερα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Είδα πόσο διαχρονικός στέκει ο λόγος του ακόμα και σήμερα και όχι μόνο σε επετειακές στιγμές όπως τα διακόσια χρόνια από την ελληνική επανάσταση. Υπάρχει πάντα συγκίνηση, οι αλήθειες του μάς αφορούν και ίσως και να πονούν. Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός πονεμένος και προδομένος από τους πολιτικούς του. Αυτό ο Μακρυγιάννης το αναφέρει με ένα τρόπο δεικτικό. Υπάρχει αυτό το παράπονο του αγωνιστή που έχυσε το αίμα του για μια πατρίδα που τον έχει προδώσει. Αυτή η συγκίνηση που πηγάζει μέσα από τον λόγο του είναι που με έκανε να ασχοληθώ με το κείμενό του σε μία περίοδο, που έβλεπα γύρω μου πόσο της μόδας είσαι να είσαι άπατρις», εξηγεί ο Θανάσης Σαράντος.

 

«Ο Κοτζάμπασης

του Καστρόπυργου» 

του Μ. Καραγάτση,

σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου

 

«Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» του Μ. Καραγάτση βασίζεται στην τριλογία του συγγραφέα για τον αγώνα του 1821. Έχοντας έντονα στοιχεία αυτοβιογραφίας, καθώς αναφέρεται στον προπάππου του Μήτρο Ροδόπουλο, πραγματικό πρόσωπο της επανάστασης, η παράσταση πραγματεύεται με τολμηρό τρόπο τις αρετές αλλά και τα σκοτεινά σημεία του Αγώνα. Το έργο, σε θεατρική διασκευή Θανάση Τριαρίδη και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, παρουσιάστηκε αρχικά σε livestreaming από το Εθνικό Θέατρο. Από 8 Δεκεμβρίου 2021 το έργο ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, με τη συμμετοχή δεκαεννέα ηθοποιών και μουσικών επί σκηνής. Ο Μίχαλος Ρούσης, Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Χριστοδούλου, είναι ο ήρωας, ο προδότης κι εξωμότης, ο εραστής κι ο ηττημένος μιας ολόκληρης μυθιστορηματικής ζωής και εποχής. Ο Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου κυβερνιέται από το αίσθημα του ευδαιμονισμού και βάζει πιο ψηλά απ’ όλα στη ζωή του τις χαρές που μπορεί να του δώσει. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου έδωσε έμφαση στην πολυπρισματικότητα και την πολυπλοκότητα των ανθρώπων, δείχνοντας ότι επί της ουσίας τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. «Αυτό που με ενέπνευσε σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι τα πρόσωπα, εκ των οποίων πολλά από αυτά είναι γνωστά, όπως ο Παπαφλέσσας και ο Κολοκοτρώνης, δεν παρουσιάζονται ως καρικατούρες. Δεν παρουσιάζονται μονόπλευρα, αλλά ως πραγματικοί άνθρωποι με τις αδυναμίες, τα προσόντα, τα προτερήματά τους και τις σκοτεινές πλευρές τους. Συνυπάρχουν, δηλαδή, όλα αυτά τα στοιχεία που τους κάνουν ενδιαφέροντες. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ μεγάλο μάθημα. Τα παιδιά στα σχολεία διδάσκονται ιστορία και μαθαίνουν για την ελληνική επανάσταση. Ένα από τα προβλήματα στα βιβλία ιστορίας είναι ότι παρουσιάζουν τα πρόσωπα μονοδιάστατα. Κάποιοι είναι κακοί και κάποιοι ήρωες. Ουδείς αναφέρει ότι ο πραγματικά σπουδαίος, μεγάλος στρατηγός της επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, είναι υπεύθυνος για τη σφαγή της Τριπολιτσάς. Έκανε θηριωδίες σε αυτή. Είναι η μεγαλύτερη σφαγή του 19ου αιώνα με πάρα πολλά θύματα. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν ένας σπουδαίος Έλληνας που εργάστηκε για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Επίσης, όμως, είναι αληθές ότι ο Παπαφλέσσας υπήρξε ένας νάρκισσος και σχεδόν ημίτρελος άνθρωπος, που έσυρε στον θάνατο πάνω από πεντακόσιους Έλληνες, ενώ ήξερε ότι τους πηγαίνει στον θάνατο και ήταν προδιαγεγραμμένο το τέλος τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι και ο ίδιος δεν έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα. Αυτή η πολυπρισματικότητα και η πολυπλοκότητα των ανθρώπων, η ντοστογιεφσκική τους ποιότητα και το χιούμορ, μας βοηθούν να καταλάβουμε λίγο περισσότερο τα ιστορικά συμβάντα και να μη μένουμε προσκολλημένοι σε σχήματα και ιδεολογήματα, τα οποία δεν μας βοηθούν να προχωρήσουμε ως λαός και να κατατάξουμε την ιστορία μας έτσι όπως πρέπει και εκεί που πρέπει. Έτσι χωριζόμαστε συνεχώς σε φατρίες, κόμματα, αντιμαχόμενες παρατάξεις, είμαστε σε έναν μόνιμο εμφύλιο. Και σήμερα που μιλάμε, συνεχίζουμε να είμαστε σε έναν μόνιμο εμφύλιο, είτε λόγω εμβολίων είτε λόγω κομματικών πεποιθήσεων. Χωρίς να λέω ότι δεν υπάρχουν αντιπαραθέσεις, καθώς αυτές είναι απολύτως γόνιμες για να προχωρήσει κανείς, πρέπει σε κάποιο σημείο να υπάρχει ομόνοια. Την παράσταση αυτή την κάνω για να δείξω ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Όλα έχουν πλευρές. Αυτή η ιστορία του Καραγάτση μάς βοηθάει να το συνειδητοποιήσουμε ή αντιθέτως να καταλάβουμε ότι πάντα θα είμαστε σε έναν εμφύλιο. Όπως και να ’χει, πρέπει να κατανοήσουμε την κατάσταση και να δούμε λίγο πιο καθαρά την ιστορία μας», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης.

 

«Το κάλεσμα του Προμηθέα – 1821», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Χριστόφορου Χριστοφή

 

«Το κάλεσμα του Προμηθέα – 1821» του Χριστόφορου Χριστοφή σε σκηνοθεσία του ιδίου, πρωτότυπη μουσική σύνθεση Νίκου Ξανθούλη, χορογραφίες Έρσης Πήττα, σκηνικά Κωνσταντίνου Ζαμάνη, κοστούμια Εριέττας Βορδώνη, φωτισμούς Αντώνη Παναγιωτόπουλου, τραγούδι Θεοδώρας Μπάκα και τη συμμετοχή δεκατριών ηθοποιών και τριών χορευτών, παρουσιάστηκε κατόπιν παραγγελίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) για τρεις παραστάσεις από 7-9 Οκτωβρίου 2021. Το έργο, που συμπεριλαμβάνεται στον τόμο «Ευριπίδης Μαινόμενος και άλλα θεατρικά έργα» (Εκδόσεις Νίκας, 2020), αναφέρεται στο θέμα της εθνικής παλιγγενεσίας 1821-1827, μιας εποχής καθοριστικής για τη διαμόρφωση νέων ιδεών μέσα από το βλέμμα των Ελλήνων της Διασποράς. Από τους φοιτητές της εποχής, τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς, τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες, με αναφορές στον Φιλικό Ξάνθο, τον πρίγκιπα Υψηλάντη, τον Γάλλο ζωγράφο Ντελακρουά, τον Γερμανό συγγραφέα Γκαίτε, τον Ναπολέοντα κ.ά., μεταφερόμαστε στην έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, στη σφαγή της Χίου, την πολιορκία του Μεσολογγίου, στον θάνατο του λόρδου Βύρωνα, μέχρι τη δολοφονία του Καποδίστρια στο Ναύπλιο.

Η έμπειρη κινηματογραφική ματιά του Χριστόφορου Χριστοφή ενσωματώνεται στα θεατρικά του έργα τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε συγγραφικό επίπεδο, δημιουργώντας τη δική του χαρακτηριστική θεατρική γραφή. Εμπνεόμενος από τις αφηγήσεις των συγγενών του, ο συγγραφέας-σκηνοθέτης κάνει μία αναδρομή σε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης του κινήματος του ρομαντισμού και καθόρισαν καταλυτικά την ευρωπαϊκή ιστορία. Με τη συμβολή όλων των καλλιτεχνικών συντελεστών, μας οδηγεί στον προάγγελο όλων των επαναστάσεων, τον Προμηθέα, που επαναστάτησε εναντίον των θεών του Ολύμπου και χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά και τη γνώση. «Η περίοδος 1821-1828 με είχε συνεπάρει λίγο νωρίτερα από την εφηβεία μου. Είχα έναν πολύ μορφωμένο δάσκαλο από την Τρίπολη, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά την περίοδο και του οφείλω αυτή τη γνώση. Δεύτερον, από την πατρική μου μεριά, είμαστε μία από τις οικογένειες που σώθηκαν απ’ τις Σφαγές της Χίου. Θεωρώ τον εαυτό μου Ίωνα από αρκετές μεριές, λόγω και του ότι απ’ τη μεριά της μητέρας μου ήταν τεχνίτες μαρμάρου, Τηνιακοί της Σμύρνης. Η Ιωνία είναι για ’μένα μια πολύ συγκινησιακή αναφορά στη ζωή μου. Από την άλλη μεριά, η διασπορά. Έχω καταγωγή και από Έλληνες της Διασποράς, που δραστηριοποιούνταν μέσα στον ελληνικό κόσμο και βρέθηκαν σε λιμάνια του ελληνισμού, όπως η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός κ.ά. Άκουγα διάφορες ιστορίες από τους δικούς μου. Με ενδιέφερε πολύ η συμβολή τού τότε ελληνισμού της διασποράς. Ο ελληνισμός αυτός είχε να κάνει με την Επανάσταση. Οι άνθρωποι μιλούν πολύ επιπόλαια. Αναφέρονται με ευκολία στα ‘‘400 χρόνια σκλαβιάς’’ με αυτές τις κοινότοπες εκφράσεις. Ο ελληνισμός είναι μια θεματολογία πολύ πιο περίπλοκη. Ο Προμηθέας είναι ένα θέμα της μυθολογίας που το έχουμε ξεχάσει. Είναι ένα πρόσωπο που συγκλόνιζε πριν διακόσια χρόνια και για το οποίο συζητούσαν πολύ και στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Αργότερα ασχολήθηκαν μαζί του ο Μαρξ, ο Μπακούνιν και άλλοι. Ο Προμηθέας ήταν ένα αρχέτυπο των επαναστάσεων. Έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς. Ήταν ο προάγγελος του ανθρώπου που επαναστατεί. Σε σχέση με τη σκηνοθεσία του έργου μου με τίτλο ‘‘Το κάλεσμα του Προμηθέα 1821’’, θέλησα να αποτυπώσω όσο το δυνατόν καλύτερα την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο. Κάτι όχι εύκολο, καθώς διαπίστωνα και με τους ηθοποιούς μου πως αυτή η εποχή της Ευρώπης, πριν διακόσια χρόνια, έχει αφήσει τελικά λίγες αναμνήσεις στον σύγχρονο άνθρωπο και στον τρόπο ζωής του. Ζούμε σε τελείως διαφορετική εποχή. Αν έχει μείνει κάτι, ευτυχώς βρίσκεται στην τέχνη, στη ζωγραφική (πχ. ο Ντελακρουά), στο ρομαντικό κίνημα για όσους θέλουν να πληροφορηθούν εκείνα τα γεγονότα, και βέβαια σε μερικούς ποιητές και άλλες προσωπικότητες που είδαν το φως μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Όταν ανεβάζεις ένα ιστορικό έργο, όσο και αντισυμβατικά να το έχεις γράψει, δεν μπορείς να το αποδώσεις αφαιρετικά και να μην έχει σχέση με την εποχή που αναφέρεσαι. Να μην ξεχνάμε ότι στην ίδια εποχή αναφέρεται και ο Λέον Τολστόι στο σπουδαίο έργο του ‘‘Πόλεμος και ειρήνη’’, όπως επίσης και ο Γάλλος συγγραφέας Σταντάλ που περιέγραψε τόσο περίτεχνα τη Ναπολεόντεια εποχή», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χριστόφορος Χριστοφής.

 

Ανάμεσα στα εφήμερα μνημεία, τις επαναστάσεις και την πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού, η ιστορία γράφεται δίχως ενδοιασμούς. Το επετειακό έτος 2021, ευτυχώς δεν οδήγησε σε μία ακόμα προγονοπληξία, αλλά σε μία διερεύνηση της ελληνικότητας και του πολιτισμού που διαμορφώνεται κάθε στιγμή. Σαφώς, η μνήμη και η λήθη είναι δύο καταστάσεις πολύ προσωπικές για κάθε άνθρωπο και κάθε πολίτη. Η πολιτιστική παραγωγή του 2021, σχετικά με την ελληνική επανάσταση, θεωρείται πλούσια, καθώς αναμετρηθήκαμε με το παρελθόν που καθορίζει παρόν και μέλλον. Το θέατρο και οι τέχνες εν γένει αποτελούν ίσως τον πιο κατάλληλο τρόπο για να μιλήσουμε για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς αποτελούν ιδιαίτερη μορφή επικοινωνίας, πολυπρισματική και πολυεπίπεδη, κατά την οποία ο θεατής δεν είναι ένας παθητικός δέκτης, αλλά παρακολουθεί, προβληματίζεται, σκέφτεται και επιλέγει. Τα έργα που είχαν ως θεματική τους την ελληνική επανάσταση κέρδισαν αυτό το στοίχημα με το κοινό, σε μία εποχή «φόβου» λόγω της πανδημίας που βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια. Άλλωστε, όπως ανέφερε και ο Νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».

Ράνια Παπαδοπούλου, Δημοσιογράφος