Θέατρο και 1821 ή Αλήθειες αληθινές και αλήθειες ψεύτικες

Λέανδρος Πολενάκης
Κριτικός Θεάτρου - Συγγραφέας

Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε την κοινή έκφραση: «Θέατρο της Ιστορίας» κυριολεκτούμε, και ας μην το συνειδητοποιούμε. Επειδή η Ιστορία δεν είναι απλώς αφήγηση, είναι και σκηνοθεσία. Παράδειγμα οι δύο «Πατέρες της Ιστορίας», ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, που «σκηνοθετούν» τις αφηγήσεις τους τόσο αποτελεσματικά και πειστικά, ώστε δεν μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα την αλήθεια από το ψέμα. Το λέει και ο Ελύτης: την αλήθεια την κατασκευάζεις, όπως το ψέμα (χωρίς όμως να παύει να είναι αλήθεια). Θέλω να πω με λίγα λόγια, ότι τα ιστορικά γεγονότα δεν αρκεί μόνο να τα «λέμε», αλλά πρέπει επίσης να τα τοποθετούμε «απέναντι» σε μια ιδεατή σκηνή θεάτρου και να τα «σκηνοθετούμε» από μια απόσταση, για να δούμε την ιστορική τους αλήθεια τρισδιάστατη. Διότι βεβαίως, υπάρχουν και ψεύτικες, μονοδιάστατες ιστορικές αλήθειες που αποβαίνουν πάντοτε μοιραίες για τους λαούς που άκριτα τις υιοθετούν! Αυτό ισχύει, τόσο για τη γραπτή Ιστορία όσο και για την άγραφη ιστορική παράδοση. Κυρίως τη δεύτερη.

Όταν μάλιστα μιλάμε για το 1821, που ένα μεγάλο, άγραφο κομμάτι της Ιστορίας του σώζεται ακόμη σχεδόν ακέραιο στη συλλογική μας μνήμη, το πράγμα γίνεται επιτακτικό. Θα προσπαθήσω να δώσω ένα παράδειγμα παρμένο από την άγραφη, προφορική παράδοση. Ας μεταφερθούμε νοερά λίγα μόλις χρόνια πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Η Ελληνική ναυτοσύνη έχει πάρει για τα καλά τα πάνω της, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, του 1774. Τα ελληνικά εμπορικά (και περιστασιακά πειρατικά) καράβια, που σε χρόνο μηδέν μετά την κήρυξη της Επανάστασης μετατράπηκαν σε ανίκητο πολεμικό στόλο, διασχίζουν πελάγη και θάλασσες, σωρεύοντας πλούτο αμύθητο, στα τρία νησιά του Αιγαίου, Ύδρα Σπέτσες και Ψαρά. Πλούτο που δεν επενδύθηκε στην Ελβετία (τότε Σβίτσερη, εξ ου και το ομώνυμο τυρί), αλλά «αποταμιεύτηκε» στις περιώνυμες «στέρνες με τα χρυσά φλουριά» των καραβοκύρηδων, για να χρηματοδοτήσει αποκλειστικά την Επανάσταση στα δύο πρώτα της χρόνια.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι μια ιδιοφυής «πατέντα» που επινόησαν οι νησιώτες, είχε κάνει άπιαστα τα ελληνικά καράβια: αφαιρούσαν το μεσιανό κατάρτι από τις μπρατσέρες και τα μπρίκια, ψήλωναν τα άλλα δύο και μετέφεραν τα ιστία σε αυτά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνονται τα πλοία ελαφρότερα, επειδή το κατάρτι είναι χονδρό στη βάση και λεπτό στην κορυφή του. Γίνονταν, έτσι, και πολύ ταχύτερα, κάτι που απαιτούσε αυξημένη ικανότητα χειρισμών, που οι Έλληνες ναυτικοί διέθεταν σε αφθονία, τόση που ούτε οι θαλασσόλυκοι Άγγλοι ήσαν σε θέση να τους ανταγωνιστούν στους ριψοκίνδυνους ελιγμούς, τις παράτολμες μανούβρες και την πλεύση αλά κάπα. Τις λίγες φορές που αιχμαλώτιζαν τα ελληνικά σκαριά, ιδίως στη διάρκεια των ναπολεοντείων πολέμων, όταν τα πλοία των τριών νησιών μας έσπαζαν με τσαμπουκά τον θαλάσσιο αποκλεισμό της Γαλλίας, μεταφέροντας τρόφιμα ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης, αναγκάζονταν να τα βυθίζουν με κανονιές επειδή δεν ήταν σε θέση να τα χειριστούν. Και η τιμωρία των Ελλήνων ναυτικών ήταν, πάντοτε, ατιμωτικός θάνατος με απαγχονισμό.

Έρχομαι σε ένα τέτοιο ναυτικό επεισόδιο, παρμένο από την προφορική μας ιστορική παράδοση. Πρωταγωνιστούν ο γνωστός μας Ανδρέας Μιαούλης και ο περιώνυμος Άγγλος ναύαρχος Νέλσων. Βρισκόμαστε, όπως είπαμε, στα χρόνια των ναπολεοντείων πολέμων, με τα άπιαστα ελληνικά καράβια να σπάνε τον ναυτικό αποκλεισμό της Γαλλίας που είχε επιβάλει ο βρετανικός στόλος. Παρ’ όλα αυτά, ο Νέλσων, που έχει μελετήσει καλά τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες ναυτικοί εκμεταλλεύονται ακόμη και τον ενάντιο άνεμο για να ξεγλιστράνε μέσα από τα μπλόκα, έχει δε γνώση της «πατέντας», κατορθώνει να ακινητοποιήσει και να συλλάβει με την απειλή των κανονιών του μια ελληνική μπρατσέρα. Διατάζει τότε να φέρουν μπροστά του τον κυβερνήτη, όπως απαιτούσε ο άγραφος ναυτικός κανόνας. Ο κυβερνήτης είναι ο Ανδρέας Μιαούλης και σε λίγο οι δύο άνδρες βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, στο κατάστρωμα του αγγλικού δίκροτου «Βίκτορυ». Ο Νέλσων, μεγαλόπρεπος με τη μεγάλη στολή και με όλα τα διακριτικά του, ο Μιαούλης ταπεινός, διόλου εντυπωσιακός, με τη νησιώτικη βράκα και χωρίς να αφαιρεί το αρβανίτικο κόκκινο φεσάκι του. Ακολουθεί ολιγόλεπτη βαριά σιωπή. Πρώτος τη σπάζει ο Νέλσων απευθύνοντας στον Μιαούλη ένα θανατηφόρο ερώτημα: «Αν ήσουνα εσύ στη θέση μου και εγώ στη δική σου, τι θα με έκανες;»

Ο Μιαούλης γνωρίζει το «fair play» των Άγγλων ναυτικών. Ξέρει ότι δεν θέλουν να «χαλάνε» τους άξιους αντιπάλους τους. Ψάχνει, λοιπόν, να βρει μια απάντηση που να δείχνει ότι δεν φοβάται τον Νέλσονα, που να προβάλλει σαν ισάξια τη δική του ναυτική δεξιότητα και συγχρόνως να μην τον προσβάλλει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τη βρίσκει. Του απαντάει: Θα σε κρεμούσα, στο μεσιανό κατάρτι. Και ο Νέλσων δεν τον κρεμάει. Τον αφήνει ελεύθερο. Ως εδώ έχουμε μια αφήγηση λαϊκή, που δεν μας εξηγεί όμως επαρκώς τα πώς και τα γιατί της. Πρέπει να τη «σκηνοθετήσουμε», για να τη δείξουμε σε όλο της το βάθος. Τη σκηνοθετούμε λοιπόν, τοποθετώντας την μέσα σε μια ιδεατή σκηνή του μεγάλου «Θεάτρου της Ιστορίας».

Ο Μιαούλης, ενώ προφέρει τονισμένες τις λέξεις «μεσιανό κατάρτι», στρέφει αργά το σώμα και δείχνει στον Νέλσονα, λίγες οργιές πιο πέρα, να λικνίζεται στο αδιάφορο για την Ιστορία κύμα η μπρατσέρα του, που δεν έχει μεσιανό κατάρτι!

Ο Νέλσων, ξύπνιος, μπαίνει αμέσως στο πνεύμα, προσπαθεί να κρύψει ένα χαμόγελο, και απαντάει με τη σειρά του, δήθεν αυστηρά, στον Μιαούλη: Τσακίσου από μπροστά μου, τράβα πίσω στο καράβι σου και να μη σε ξαναδώ, γιατί τότε δεν γλιτώνεις!

Έτσι έγινε το πράγμα, η Ιστορία πήρε τον γνωστό της δρόμο, ο Νέλσων τον δικό του και η Ελληνική Επανάσταση τον δικό της, με τον σωσμένο Μιαούλη αρχιναύαρχο.